ζωοτροφικός

ζωοτροφικός
-ή, -ό
κτηνοτροφικός: Ζωοτροφικές εγκαταστάσεις.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ζωοτροφικός — (I) ή, ό [ζωοτροφία (Ι)] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ζωοτροφία (Ι) 2. αυτός που περιέχει θρεπτικές ουσίες. (II) ή, ό (AM ζῳοτροφικός, ή, όν) [ζωοτροφία (ΙΙ)] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ζωοτροφία (ΙΙ), κατάλληλος για τη ζωοτροφία… …   Dictionary of Greek

  • ζῳοτροφικοῦ — ζῳοτροφικός connected with the feeding of animals masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζῳοτροφικῆς — ζῳοτροφικός connected with the feeding of animals fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζῳοτροφική — ζῳοτροφικός connected with the feeding of animals fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ԿԵՆԴԱՆԱՍՈՒՆ — ( ) NBH 1 1086 Chronological Sequence: 6c ա. ζωοτρόφος, ζωοτροφικός ad alenda animalia accommodatus. Սնուցանելով պահօղ ʼի կենդանութեան. Բուծանօղ. սննդարար. *Մարմին՝ կենդանասուն օդով միշտ յղփացեալ, եւ զսա ծծելով. Փիլ. նխ. ՟ա …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”